κούτομαι

κούτομαι
έχω τη διάθεση, μού έρχεται να... («κούτομαι ν' ακουμπήσω να κοιμηθώ», Πανώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κοτέω «είμαι οργισμένος, φθονώ». Η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα στην Κρήτη με σημ. «μού έρχεται να κάνω κάτι από αγανάκτηση ή θυμό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”